- ομωχέτας
- ὁμωχέτας, ὁ (Α)αυτός που έχει κάτι μαζί με κάποιον άλλο ή αυτός που συγκατοικεί με άλλον («ὁμωχέται θεοί» — οἱ συμμετέχοντες τῶν αὐτῶν σπονδῶν ἢ ὁμοβώμιοι καὶ ὁμόναοι», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὁμο-εχέτας, με συναίρεση τών φωνηέντων -οε- (< ομ[ο]-* + ἔχω)].
Dictionary of Greek. 2013.